———–Το φιλί
Ανάσα κοινή και αδιαίρετη
που δεν μοιράζεται πάνω από τις κυμάτινες
γλώσσες των εραστών,
πάνω από το σφιχτόδετο μαντήλι
των μαλλιών σου είδα
το εκκρεμές της άρνησης,
ταξίδι της ταλάντωσης τ’ ονόμασες
κι έγινα ένας από τους οδοιπόρους σου
και πάνω απ’ τη χορδή του χείλους
χαμογέλασε το αίνιγμα
σπέρνοντας το στάχυ της λαχτάρας
βαθιά μες το δικό μου στόμα
να θεριεύει ακούραστα
στις ρίζες του να πλάθεται ζυμάρι πυρωμένο
κι απ την πάλη της σκόνης του νερού
φουρνίστηκαν τα ένστικτα και χόρτασαν
δύο στόματα του ονείρου.
Μα ξέρω πως
–μέχρι την πλήρωση του θερισμού
–οι αλωνάρηδες θα ονειρεύονται το αλεύρι,
–οι ποιητές το στίχο,
–κι εγώ ένα ακριβό μου σκύψιμο
————————γύρω απ τα ρόδα των χειλιών σου.