Θυμᾶμαι ἀκόμα
ἢ «δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης»
Θυμᾶμαι ἀκόμα ’κεῖνο τὸ φιλί,
πού σοῦ ’δωσα στὸ φῶς,
πού ὑγροκόκκινα μᾶς ἔλουζε,
τοῦ δειλινοῦ,
μέσα στὸ ἄρωμα τοῦ πλατανόφυλλου.
Θυμᾶμαι ἀκόμα ’κεῖνο τὸ φιλί,
ὑγρὸ βοστρύχων ἄγγιγμα,
ὄσο ἀνοιγόκλειναν βροχὴ οἱ οὐρανοί,
γεύση πικάντικη, κανέλλας καὶ γαρύφαλλου,
τὸ στόμα σου.
Θυμᾶμαι ἀκόμα ’κεῖνο τὸ φιλί,
πού ἔψαξα, φορὲς πολλές, να ξαναζήσω,
στήνοντας μ’ ἐπιμέλεια,
ἀκόμα καὶ τὸν ἦχο τῆς βροχῆς,
τὸ θρόϊσμα τῶν φύλλων.
Θυμᾶμαι ἀκόμα ’κεῖνο τὸ φιλί,
μόνο πού μὲ τὰ χρόνια ἔπαψα,
να ψάχνω ἢ νά τὸ στήνω,
ἴσως γιατὶ κατάλαβα καλὰ,
τὰ λόγια τοῦ παπποῦ Ἠράκλειτου,
«δέν θὰ μπορέσεις δυὸ φορὲς νά μπείς
στὸ ἴδιο τὸ ποτάμι».